κόψ'

κόψ'
κόψαι , κόπτω
cut
aor imperat mid 2nd sg
κόψαι , κόπτω
cut
aor inf act
κόψα , κόπτω
cut
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
κόψε , κόπτω
cut
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοψ(ο)- — (Μ κοψ[ο ]) α συνθετικό λέξεων, από το θ. κοψ τού ρ. κόπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κοψ α) και το συνδετικό φωνήεν ο , που δηλώνουν ότι κάτι είναι κομμένο (πρβλ. κοψο μύτης). Σε ορισμένα νεοελλ. σύνθ. το α συνθετικό κοψ(ο) έχει πάρει τη μεταφορική σημασία… …   Dictionary of Greek

  • κόψιμο — το (Μ κόψιμο) 1. η ενέργεια τού κόβω, κοπή («κόψιμο πίτας») 2. μείωση νεοελλ. 1. η πληγή ή το σημάδι που έμεινε από κοπή 2. ακμή κοφτερού οργάνου 3. ο τρόπος που κόπηκε κάτι ή το σχήμα που δόθηκε από την κοπή («έχουν ωραίο κόψιμο τα μαλλιά σου»)… …   Dictionary of Greek

  • κούτσαβλος — και κούτσαυλος, ο, θηλ. κουτσάβλα και κουτσαύλα (σκωπτ.) πολύ κουτσός, ανάπηρος στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κόψ αυλος (για την τροπή τού κοψ σε κουτό βλ. κουτσός) + αυλός «κνήμη»] …   Dictionary of Greek

  • κοψίχη — κοψίχη, ἡ (AM) ξεροκόμματο για τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοψ τού κόπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κοψ α) + ψίχη, μεταπλασμένος τ. τού ψιξ, χός «κομμάτι ψωμιού»] …   Dictionary of Greek

  • κοψιά — η 1. η τομή που σχηματίζεται από κοφτερό όργανο 2. το σημάδι που μένει μετά το κόψιμο 3. εξωτερική εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοψ τού κόβω (πρβλ. αόρ. έ κοψ α), + κατάλ. ιά (πρβλ. βρισ ιά, ριξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • κούτσουρο — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 69 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, Ν της πόλης της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάμου. 2. Πεδινός οικισμός (50 κάτ.) του νομού… …   Dictionary of Greek

  • κόψειον — κόψειον, τὸ (Α) το φυτό ιππομάραθο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. κοψ τού κόπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κοψ α) + κατάλ. ειον (πρβλ. και άλλα ονόματα φυτών από την ίδια ρίζα, όπως κοπίσκος, κόπηθρον)] …   Dictionary of Greek

  • kopso- —     kopso     English meaning: blackbird     Deutsche Übersetzung: “Amsel”     Note: (: k̂op “ onomatopoeic words”?)     Material: Gk. κόψ ιχος “blackbird”, κόσσυ φος (diss. from *κοψ υφος) ds.; R.C.S. (etc.) kosъ “blackbird”. Meillet legt (MSL… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Infinitive — In grammar, infinitive is the name for certain verb forms that exist in many languages. In the usual (traditional) description of English, the infinitive of a verb is its basic form with or without the particle to: therefore, do and to do, be and …   Wikipedia

  • Pontic Greek — language name=Pontic Greek nativename=Ποντιακά, Ρωμαίικα familycolor=Indo European states=Greece, Russia, Ukraine, Georgia, Kazakhstan, Turkey, Germany, The Netherlands region=Southeastern Europe speakers=324,535 fam2=Greek fam3=Koine… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”